- ευώδιν
- εὐώδιν, -ινος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που ωδίνει, που γεννά εύκολα, γόνιμος2. επίθ. τής Δήμητρας3. παθ. αυτός που γεννήθηκε εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδίν, -ος «πόνος τοκετού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐώδινα — εὐώδῑνα , εὐώδιν happy as a parent masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώδινας — εὐώδῑνας , εὐώδιν happy as a parent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώδινες — εὐώδῑνες , εὐώδιν happy as a parent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώδινι — εὐώδῑνι , εὐώδιν happy as a parent masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώδινος — εὐώδῑνος , εὐώδιν happy as a parent masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)